- ἀρρενογόνος
- ἀρρενογόνοςbegettingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρρενογόνος — α, ο (Α ἀρρενογόνος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει σχέση με την αρρενογονία αρχ. 1. αυτός που γεννά αρσενικά παιδιά 2. ως ουσ. τό ἀρρενογόνον ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, ενος + γόνος < γίγνομαι] … Dictionary of Greek
ἀρρενογόνον — ἀρρενογόνος begetting masc/fem acc sg ἀρρενογόνος begetting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρενογόνα — ἀρρενογόνος begetting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρενογόνοι — ἀρρενογόνος begetting masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρενογόνου — ἀρρενογόνος begetting masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρενογόνους — ἀρρενογόνος begetting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρρην — εν (AM ἄρρην και ἄρσην εν) 1. ο αρσενικός 2. ο ανδρικός, ο γενναίος 3. ο ισχυρός 4. ως ουσ. αυτός που ανήκει στο αρσενικό γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του άρσην*, με αφομοίωση. ΠΑΡ. αρχ. αρρενικός, αρρενώ, αρρενώδης (αρχ. μσν.) αρρενότης. ΣΥΝΘ.… … Dictionary of Greek
αρρενογονία — η (Α ἀρρενογονία) [αρρενογόνος] η γέννηση αρσενικών παιδιών … Dictionary of Greek
αρρενογονώ — ἀρρενογονῶ ( έω) (Α) [αρρενογόνος] γεννώ αρσενικά παιδιά … Dictionary of Greek